- Πηλείδη
- Πηλείδηςson of Peleusmasc voc sgΠηλεΐδη , Πηλεύςson of Peleusmasc voc sg (aeolic)Πηλεύςson of Peleusmasc voc sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πηλείδη' — Πηλείδῃ , Πηλείδης son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic) Πηλεΐδῃ , Πηλεύς son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic aeolic) Πηλείδῃ , Πηλεύς son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηλείδῃ — Πηλείδης son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic) Πηλεΐδῃ , Πηλεύς son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic aeolic) Πηλεύς son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηλείδηι — Πηλείδῃ , Πηλείδης son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic) Πηλεΐδῃ , Πηλεύς son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic aeolic) Πηλείδῃ , Πηλεύς son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδεικνύω — (AM ἐνδεικνύω και ἐνδείκνυμι) Ι. δείχνω, δηλώνω, φανερώνω αρχ. 1. δείχνω, υποδεικνύω σε κάποιον να πράξει κάτι («τοιαᾱτα ἐκάστοις ἐνδεικνῡσα τὰ ἔργα») 2. υποβάλλω μήνυση, καταγγέλλω («ένδείκνυμι ταῑς ἀρχαῑς») ΙΙ. (γ εν. πρόσ. ενεστ. μέσης φωνής)… … Dictionary of Greek
υποκλονούμαι — έομαι, Α [κλονοῡμαι] (ποιητ. τ.) παθ. 1. υφίσταμαι κλονισμό, κλονίζομαι έτσι ώστε να πέσω («ἀμφὶ δὲ πάντη κρημνοὶ ὑπεκλονέοντο Καφηρέος», Κόϊντ.) 2. συγκλονίζομαι, ταράζομαι από κάποιον («εἰ δ ἂν ἐγὼ τούτους μὲν ὑποκλονέεσθαι ἐάσω Πηλείδῃ Ἀχιλῆι» … Dictionary of Greek